πλινθείο

πλινθείο
το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω]
εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο
αρχ.
1. βάση στήλης ή αγάλματος
2. οικοδομικό τετράγωνο
3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών
4. πλαίσιο παραθύρου
5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού ζωδιακού κύκλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”